- Ἐνιπέα
- Ἐνιπέᾱ , Ἐνιπεύςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Απιδανός — Αρχαία ονομασία τουπαραπόταμου του Πηνειού, Φαρσαλιώτη, ο οποίος πηγάζει από τις βόρειες απόκρημνες πλευρές του βουνού Όθρυς στη Φθιώτιδα και δέχεται, κοντά στα Φάρσαλα, τα νερά του Ενιπέα. Έχει βορειοδυτική κατεύθυνση και αρδεύει τον θεσσαλικό… … Dictionary of Greek
Ενιπέας — Ονομασία ελληνικών ποταμών. 1. Ποταμός (84 χλμ.) της Θεσσαλίας, παραπόταμος του Πηνειού. Πηγάζει από την κεντρική Όρθρυ. Αναφέρεται και ως Ενιππέας. 2. Μικρός ποταμός του νομού Ηλείας, παραπόταμος του Αλφειού. 3. Μικρός ποταμός του νομού Πιερίας … Dictionary of Greek
Ευύδριον — Αρχαία πόλη της Θεσσαλίας, η οποία αναφέρεται από τον Λίβιο ανάμεσα στις άλλες πόλεις που βρίσκονται στην κοιλάδα του ποταμού Ενιπέα. Οι πόλεις αυτές καταστράφηκαν από τον Φίλιππο E’. Πολλοί την ταυτίζουν με τα αρχαία ερείπια που υπάρχουν σε… … Dictionary of Greek
πελιάς — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, βασιλιάς της Ιωλκού, γιος του Ποσειδώνα (ή του ποτάμιου θεού Ενιπέα) και της Τυρούς, δίδυμος αδελφός του Νηλέα και θείος του Ιάσονα. Από τη σύζυγό του Αναξίβοια απέκτησε ένα γιο, τον Άκαστο, και πολλές θυγατέρες… … Dictionary of Greek
Αλφειός — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 39 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πύργου. II Ο μεγαλύτερος ποταμός της Πελοποννήσου, τόσο σε μήκος (112 χλμ.) όσο και σε όγκο νερού, με λεκάνη απορροής 3.600 τ. χλμ. Πηγάζει από τους… … Dictionary of Greek
Ίτων — Αρχαία πόλη της Φθιώτιδας, στους πρόποδες του βουνού Όθρυς. Ήταν χτισμένη μεταξύ του Ενιπέα ποταμού, του σημερινού Τσαναρλή, και του Παγασητικού κόλπου. Πλούσια πόλη με εύφορη γύρω περιοχή, ονομάζεται από τον Όμηρο «μήτηρ μήλων» (Ιλιάδα, B’ 697) … Dictionary of Greek
Κρηθέας — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, ο Κ. ήταν γιος του Θεσσαλού Αιόλου και της Εναρέτης ή της Λαοδικίας. Θεωρείται ιδρυτής της Ιωλκού, στην οποία βασίλευσε. Κατά την παράδοση παντρεύτηκε την ανιψιά του, Τηρώ, κόρη του αδελφού του,… … Dictionary of Greek
Λαρίσης, νομός — Διοικητική διαίρεση (5.555 τ. χλμ., 279.305 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, στο βορειοανατολικό της τμήμα. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Πιερίας και Κοζάνης, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών, Τρικάλων και Καρδίτσης, στα Ν με τους νομούς Φθιώτιδος… … Dictionary of Greek
Μέγα Ευύδριο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 128 μ., 483 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φαρσάλων του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στις όχθες του ποταμού Ενιπέα, σε απόσταση 47 χλμ. Ν της Λάρισας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ενιππέα … Dictionary of Greek
Πελιάδες — Μυθολογικά πρόσωπα, κόρες του βασιλιά της Θεσσαλικής Ιωλκού, Πελία, ο οποίος ήταν γιος της κόρης του Σαλμωνέως, Τυρώς, που απέκτησε δύο γιους, τον Πελία και τον Νηλέα, από τον Ποσειδώνα, που την πλησίασε με τη μορφή του ποτάμιου θεού Ενιπέα. Τα… … Dictionary of Greek